ἑλκόω
• Morfología: [red. εἱλκ- perf. part. εἱλκωμένος Dsc.Eup.1.161.2, Eu.Luc.16.20, pero ἡλκωμένος Gal.10.186]
I tr.
1 ulcerar, producir heridas, lacerar
ἑλκῶσαί τε σὸν γέροντα χρῶταE.Hec.405,
ὅσα ... τῶν ῥευμάτων ... ἑλκοῖ μὲν βλέφαραHp.VM 19, cf. Superf.29,
ὅσα δ' ἂν ... τοῖς ὄνυξιν ἑλκώσῃArist.HA 630a5, en v. pas.
ὦτα ... εἱλκωμέναDsc.1.105.2
•medic. τὰ ἑλκοῦντα φάρμακα medicamentos corrosivos, e.e., purgantes muy fuertes
αἱ τῶν ἑλκούντων φαρμάκων δυνάμειςDsc.1.30.2, cf. Aët.1.327, Paul.Aeg.3.59.3
•fig. herir, dañar
φρένας ἥλκωσενE.Alc.878,
οἴκουςE.Supp.223, en v. pas.
τὴν διάνοιαν ἑλκοῦσθαι διὰ τὸν ἄληκτον ... φόβονPh.2.551.
2 agr. extraer savia de la vid mediante una incisiones Gp.5.38.2
•dañar el árbol al podar de mala manera las ramas, en v. pas.
ὅπως μὴ ἑλκούμενα πονῇ διὰ τὴν λεπτότητα καὶ ξηρότητα τῶν κλάδωνThphr.CP 3.2.2,
ἔνια (δένδρα) δὲ κἂν ἑλκωθῇ καὶ μεῖζον καὶ βαθύτερον, ἀπόλλυταιThphr.HP 4.16.1.
3 medic. cauterizar
περὶ ἑλκωτικῆς (ἐμπλάστρου) ... δυναμένης ἀκινδύνως πέλματ(α) ἑλκῶσαιPMerton 12.20 (I d.C.).
II intr., en v. med.-pas. ulcerarse, llagarse frec. medic.
ἢν δὲ ἑλκωθῇ τὰ σχάσματα καὶ ξυρραγῇsi las incisiones se ulceran y se desgarran Hp.Vlc.24,
ἑλκοῦται δὲ καὶ <ἡ> ἀρτηρίηAret.SA 2.2.5,
τὸ ἡλκωμένον μόριονGal.l.c.,
μόρια ἑλκωθέντων ὅλως τῶν νεφρῶνGal.17(2).770,
τὸ ἡλκωμένον μόριονGal.l.c., de pers.
τοῖσιν ἑλκωθεῖσιν ὠφελίαν ἔχειref. al vino, Mnesith.Ath.41.8, cf. Dsc.Eup.1.161,
εἱλκωμένοςcubierto de úlceras del pobre Lázaro Eu.Luc.l.c., de anim.
ἑλκουμένων γε μὴν τούτωνX.Eq.5.1.