< ἑλκυστέον
ἑλκυστήρ >
ἑλκυστέος
,
-α, -ον
que debe ser atraído
fig.
ποιητικὴ λέξις αὕτη οὐ πάνυ ἑλκυστέα εἰς λόγον πεζόν
Eust.847.28.