ἑλκυστικός, -ή, -όν
I
τῶν ἀχύρωνdel ámbar, Phld.Sign.1.29 (cj.),
ἡ Μαγνήτις, ἑ. τοῦ σιδήρου glos. a Ἡρακλεία λίθοςSud.
•fig.
δοκεῖ γὰρ ἔχειν πρὸς φιλίαν τι ὁ οἶνος ἑλκυστικόνAth.185c,
τὰ πιθανὰ καὶ ἑλκυστικάen rel. al asentimiento, Arr.Epict.3.12.14,
habet quidam enim ἑλκυστικόν provincialis uxorVarro Sat.Men.176,
ὄσφρησιςde una planta, Sch.Nic.Th.537a,
ἄνθρωπος ... ἑ. καὶ ἐπαγωγόςSud.s.u. ὁλκὸς ἄνθρωπος.
2 farm. que saca o arrastra hacia afuera los humores
δύναμιςde algunos medicamentos, Gal.11.761, cf. Orib.46.30.2, Sch.Nic.Al.363d,
σούσινον ... ἔστι ... ἑλκυστικόνClem.Al.Paed.2.8.76, c. gen.
(ἡ πρόπολις) σκολόπων ἑ.Dsc.2.84.
II adv. -ῶς por arrastre, a rastras Eust.821.29.