< ἑλκύζω
ἑλκύσιμος >
ἑλκυθμός
,
-οῦ, ὁ
tard. por ἑλκηθμός
arrastramiento
,
arrastre
λωβητῆρσιν ἐφ' Ἕκτορος ἑλκυθμοῖσι
Triph.21; cf. ἑλκυσμός.