ἑλκτικός, -ή, -όν
capaz de arrastrar o atraer sent. fís.
τὸ σπλάγχνον ... ἑλκτικόνref. al corazón, Hp.Cord.8, cf. Steph.in Hp.Progn.170.21,
τοῦ θρεπτικοῦ φυσικαὶ δυνάμεις εἰσὶ τέσσαρες, ἑλκτικὴ καθεκτικὴ ἀλλοιωτικὴ ἀποκριτικήNemes.Nat.Hom.23, cf. Phlp.Aet.319.3, c. gen.
δύναμις ... ἑλκτικὴ τῶν οἰκείωνGal.4.534,
ἑλκτικὴ τῆς ἐν τῷ βάθει νοτίδος ... ἐστιν ἡ συκῆGr.Nyss.Hom.in Cant.154.20
•sent. intelectual capaz de atraer hacia gener. c. πρός y ac.
μάθημα ... ἑ. ... πρὸς οὐσίανPl.R.523a,
ἑλκτικαῖς ἡδονῶν περιαγωγαῖς πρὸς ἀκρασίανMeth.Res.2.1,
πρὸς ἡδονὰς ὢν ἑ. (νόμος)Meth.Res.2.6,
ἐπαοιδαὶ ... ἑλκτικαίAel.NA 17.6.