ἑλικτῆρες, -ήρων, οἱ
• Alolema(s): εἱλικ- IG 22.1436.55 (IV a.C.)


1 pendientes, zarcillos, aretes Ar.Fr.332.14, χρυσοῖ ἑλικτῆρες Lys.12.19, cf. IG 22.1400.52, 1421.10, 1436.55 (todas IV a.C.), Lib.Or.31.12, Aristaenet.1.15.38.

2 rizo, bucle τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους ἀναστέλλων una estatua de Dioniso, Callistr.8.