< ἑλικτήριον
ἑλικτός >
ἑλικτικόν
,
-οῦ, τό
retorcimiento
στρόφους ... ἐμποιεῖ διὰ τὸ ἑ. τῆς οὐρᾶς
del signo de Capricornio
Cat.Cod.Astr
.2.158.9.