< †ἔλιγεν·
ἕλιγμα >
ἑλιγή
,
-ῆς, ἡ
giro
del cielo
, Didym.
in Ps.cat
.976,
ἐν τῇ ἑλιγῇ τοὺς πόδας ἔχων glos. a εἰλιπόδης
Hsch.