< ἐλειοσέλινον
ἑλεϊσμός >
ἑλειότροφος
,
-ον
• Alolema(s):
ἐλιό-
Ath.
Epit
.305e
que se cría en los pantanos
σχοῖνος
Archestr.
SHell
.146.7, cf. Ath.l.c.