< ἑλειομολόχη
ἑλειόριζον >
ἑλειονόμος
,
-ον
que vive
o
crece en los pantanos
Νύμφαι
A.R.2.821,
ποίη
Orph.
A
.1054,
τὰ ἑλειονόμα πάντα
Phlp.
Opif
.210.26.