< Ἑκατικός
ἑκᾰτό<γ>γυος >
ἑκᾰτόγγυιος
,
-ον
de cien miembros
o
cuerpos
κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον ... ἐπάγαγ'
Pi.
Fr
.122.18.