< ἑκατονταετηρίς
ἑκᾰτονταέτης >
ἑκᾰτονταέτηρος
,
-ου, ὁ
período de cien años
,
siglo
(ζώουσ') δώδεκα ... ἑκατονταετήρους
viven doce siglos
Orph.
A
.1108.