< ἑκᾰτογκεφάλας
ἑκᾰτόγκρᾱνος >
ἑκᾰτογκέφᾰλος
,
-ον
de cien cabezas
Γοργὼν ἑκατογκεφάλοις ὄφεων ἰαχήμασι
E.
HF
883,
ὕδρα
E.
HF
1188,
ἔχιδνα
Ar.
Ra
.473.