< ἑκτικός
ἐκτίκτω >
ἑκτικόω
producir fiebres hécticas
en v. pas.
οἶδα ... ἑκτικωθέντας τινὰς ... ἀμετρότερον (τὸ ἀψίνθιον) δεξαμένους ...
Alex.Trall.1.371.20.