< ἐκτιθηνέομαι
ἑκτικός >
ἑκτικεύομαι
padecer fiebres hécticas
Alex.Trall.1.367.13,
ὁ δὲ ἑκτικὸς (σφυγμὸς) ... ἑκτικευομένοις συνεδρεύει
Paul.Aeg.2.11.24.