ἑκοντήν
adv. voluntariamente
νενεωκόρηκεν μὲν ἑ. πάσας τὰς νε[ωκορεία]ςSEG 18.343.45 (Tasos I a./d.C.),
τοὺς βουλομένους ἑ. τοῦτο ποιεῖνIGBulg.3.1690e.57 (III d.C.), cf. Arr.Parth.93, Theognost.Can.p.161.24.
νενεωκόρηκεν μὲν ἑ. πάσας τὰς νε[ωκορεία]ςSEG 18.343.45 (Tasos I a./d.C.),
τοὺς βουλομένους ἑ. τοῦτο ποιεῖνIGBulg.3.1690e.57 (III d.C.), cf. Arr.Parth.93, Theognost.Can.p.161.24.