< ἑκκαιδεκάς
ἑκκαιδεκαστάδιος >
ἑκκαιδεκάσημος
,
-ον
mús.
de dieciséis tiempos
(χρόνος)
Aristid.Quint.34.5, Aristox.
Psell.Intr
.12.