< ἑκατοντόφθαλμος
ἑκατοπεντηκοστόν >
ἑκατόνφυλλος
,
-ον
• Grafía:
graf.
echatofilon
,
Gloss
.3.562
de cien pétalos
,
Gloss
.3.265, 562, cf. ἑκατοντάφυλλος.