< ἑκατοστοεικοστόγδοον
ἑκατοστολόγος >
ἑκατοστοεικοστός
,
-ή, -όν
1
centésimo vigésimo
(ἡμέρα)
Paul.Aeg.2.6.2.
2
subst. τὸ ἑ.
la cientoveintiochoava parte
,
la centésima vigésima parte
, Didym.
Gen
.155.22.