< ἑκατοντάστυλον
Ἑκατοντάχειρ >
ἑκατοντάφυλλος
,
-ον
de cien pétalos
ῥόδα
Thphr.
HP
6.6.4, cf.
Gloss
.2.288. Cf. ἑκατόνφυλλος.