ἑκατονταρχία, -ας, ἡ
milit.
1 compañía ligera de infantería compuesta por 128 hombres, Ascl.Tact.6.3.
2 centuria
διανείμας εἰς ἑκατονταρχίαςPh.2.33, esp. en el ejército rom.: I.BI 3.117, D.H.9.10.2, PStras.647.10 (II d.C.),
ἀκτάριος σπείρης ... ἑκατονταρχίας ἈπολιναρίουBGU 741.5 (II d.C.),
στρατιώτης λεγιῶνος ... ἑκατονταρχίας Αἰμιλίου ἈμμωνίουPSI 704.4 (II d.C.),
στρατιώτης χώρτης ᾱ Λυ(σι)τα[νῶν] (ἑκατονταρχίας) ΣερήνουEl Kanaïs 59.bis.3 (II d.C.), cf. SB 8514.9 (Talmis I d.C.), Koptos 52.6 (I d.C.).
3 centurionazgo, cargo de centurión Onas.34.2, D.C.78.5.3.