< ἑκᾰτονταέτις
ἑκατονταθύσανος >
ἑκατονταετία
,
-ας, ἡ
período de cien años
,
siglo
ἡ δὲ ψυχὴ μέχρις ἑκατονταετίας ... μὴ κάμνουσα
Ph.1.101, cf. Cyr.H.
Catech
.2.8.