< ἑκατόνζυγος
Ἑκατοννήσιοι >
ἑκατονκαιεβδομηκονταπλασίων
,
-ον
ciento setenta veces mayor
τὸ τοῦ ἡλίου (μεγέθος) τοῦ τῆς γῆς
Papp.
in Alm
.173.14.