< ἑκατονεβδομηκονταπλάσιος
ἑκατονέξε >
ἑκατονεικοστός
,
-όν
centésimo vigésimo
ἐν τῷ ἑκατονεικοστῷ πέμπτῳ τῶν ἀναβαθμῶν
Ath.Al.M.27.13C.