< Ἑκατόνβουα
ἑκατονεβδομηκονταπλάσιος >
ἑκατονδεκάρουρος
,
-ου, ὁ
dueño de ciento diez aruras
Βίθυς Θρᾷξ ἑ.
PCair.Zen
.1.23 (III a.C.).