< Ἑκᾰτηβελέτης
Ἑκᾰτηβόλος >
ἑκατηβελέτις
,
ἡ
• Morfología:
[ac. ἑκατηβελέτιν]
n. del
número seis
entre los pitagóricos
Theol.Ar
.37.