ἑδράζω
I tr. en v. act.
1 colocar, situar
πῶς τῶν ἁρμοζομένων ἕκαστον καὶ ἐπὶ ποίας πλευρᾶς ἑδράσαιlos elementos de construcción, D.H.Comp.6.3,
λεῦσσέ με ... Ἀκμονίδαν τ' ἄλλυδις ἑδράσανταSimm.Alae 1,
ὁ δημιουργὸς ... γῆν ... ἥδρασεν ἐπὶ τὸν ἀσφαλῆ ... θεμέλιον1Ep.Clem.33.3,
τὸν ... ἑδράσαντα θάλασσανde Dios GMA 56.15 (Israel III/IV d.C.), cf. Epiph.Const.Hom.M.43.496D, Sch.A.R.4.947a, en v. pas.
τόπον ... οὗ δεῖ ἑδρασθῆναι (sc. τὸ Σαραπιεῖον)IG 11(4).1299.17 (III a.C.),
ἤρθη [τὸ] ὑπέρθυρον καὶ ἡδράσθη ἐπὶ τῶν στα[θμ]ῶνDidyma 32.12 (II a.C.),
πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναιantes de que los montes fueran colocados LXX Pr.8.25,
ἐναιωρούμενοί εἰσιν οἱ ὀφθαλμοὶ ... ἐν τῷ μὴ ἑδράζεσθαι ... ὑπὸ τῶν μυῶνSteph.in Hp.Progn.86.2, en v. med. mismo sent.
πιστὸν ὑπὲρ γαίης ἴχνιον ἡδρασάμηνAP 6.70 (Macedon.).
2 establecer, asentar, fijar
ποῦ δὲ ἑδράσομεν τοὺς ὑπὲρ τῆς ἀϊδιότητος Κόσμου λόγους;¿sobre qué bases estableceremos las razones de la eternidad del mundo? Iul.Or.8.164d,
ἐκεῖνα ... ἑδράζουσιν ἐν ἑαυταῖςProcl.Inst.64, cf. Simp.in Ph.528.21,
ἑαυτὸν ἑδράζει ... ὁ τόποςDam.in Prm.138, cf. Iren.Lugd.Haer.1.3.5, en v. pas.
οὐκ ἦν ἀσφαλὴς ὁ θρόνος οὐδὲ ἡδρασμένοςD.Chr.1.78,
φρόνημα καλῶς ἡδρασμένονPorph.Marc.19.
3 medic. reponer, restablecer
ἐπὴν ... τὴν δύναμιν ἑδράσῃςAret.CD 1.2.
4 náut. amarrar
τὸ πλοῖονA.Io.88.20, en v. pas.
ἑδρασθῆναι τὸ πλοῖον ἀσφαλῶςCallix.1. (p.163).
II intr. en v. med.
1 asentarse, fijarse
μήτε ... ἡδρασμένον μένειν τὸν ὄγκονSor.3.4.95.
2 fig. basarse, fundamentarse
καρδία ἡδρασμένη ἐπὶ διανοίας συνέσεωςLXX Si.22.17,
ἡδρασμένους ἐν ἀγάπῃIgn.Sm.1.1, de la Iglesia
ἡδρασμένη ἐν ὁμονοίᾳ θεοῦIgn.Phil.proem.,
ὁ νεὼς τοῦ θεοῦ, τρισὶν ἡδρασμένος θεμελίοις, πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃClem.Al.Strom.5.1.13.