< ἑδρίτης
ἑδροστρόφος >
ἑδροδιαστολεύς
,
-έως, ὁ
medic.
dilatador del ano
Heliod. en Orib.44.20.66, Leonid. en Paul.Aeg.6.78.4,
glos. a κατοπτήρ
Gal.19.110.