ἑδριάω
• Morfología: [c. diéct. v. med. impf. ἑδριόωντο Il.10.198, inf. ἑδριάασθαι Il.11.646]
sentarse, estar sentado en v. med.
ἑδριόωντο ἐν καθαρῷIl.10.198, cf. Od.7.98, 16.344, A.R.1.330, Q.S.10.336,
κατὰ δ' ἑδριάασθαι ἄνωγεIl.11.646, 778, cf. Od.3.35, h.Cer.191, 193, (los hijos de Estigia)
αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ ... ἑδριόωνταιHes.Th.388
•en v. act.
παρὰ δ' αὐτὸν (Zeus) Ἀλέξανδρος ... ἑδριάειTheoc.17.19,
ἐνὶ χώρῃ ἐπισχερὼ ἑδριόωντεςA.R.3.170,
Δίκη ... ἐν δὲ Διὸς Κρ[ο]νίδεω στήθεσιν ἑδριά[ειEleg.Alex.Adesp.2.3H.,
ἥρωας ὁμιλαδὸν ἑδριόωνταςOrph.A.804.