< ἑδραστικός
ἑδρήεις >
ἑδρεύω
sentarse
,
colocarse
Πνεῦμα ἕδρευσεν ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ ὑψηλοῦ
Procl.CP
Or
.M.65.808A.