< ἑδράστερος
ἑδραστικός >
ἑδραστήριος
,
-ον
propio del culo
,
de las posaderas
οἱ δὲ καὶ τὴν ἑδραστήριον (φύσιν) ὑβρίζουσιν
Isid.Pel.
Ep
.M.78.1188B.