< †ἐδράσσατο·
ἑδράστερος >
ἑδραστέον
1
hay que colocar
τοὺς πίθους ἑ. μὴ ψαύοντας ἀλλήλων
Gp
.6.2.2.
2
hay que sentarse
glos. a ἕδος
Sch.Er.
Il
.23.205a.