ἑδραιότης, -ητος, ἡ


1 estabilidad, firmeza en fil. neoplatónica τὸ πῦρ ... ἂν διεφορήθη μηδεμιᾶς μετασχὸν (τῆς γῆς) ἑδραιότητος Procl.in Ti.2.49.7, Τηθὺς ... τὴν ἑδραιότητα παρέχεται Procl.in Cra.81, cf. in Prm.1011, πρὸς σύμβολον τοῦ <ἐξ> ἐνδομενείας καὶ ἑδραιότητος Corn.ND 14, tb. en lit. crist. ἦν ποτε ἐν στάσει καὶ ἑδραιότητι τυγχάνων Tit.Bost.Man.M.18.1128D, c. gen. u otra determinación κατ' ἀλήθειαν Clem.Al.Strom.1.19.96, ἡ τῆς πίστεως ἑ. Cyr.Al.Inc.Unigen.686e, ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ Procop.Gaz.M.87.2064C.

2 sedentarismo δι' ἀργίαν τε καὶ ἑδραιότητα D.Chr.7.110.