< Ἑβραΐς
Ἑβραϊστί >
ἑβραϊσμός
,
-οῦ, ὁ
lengua hebrea
οἱ ἀπὸ ἑβραϊσμοῦ ἑρμηνεύσαντες
Origenes
Hom
.18.6
in Ier
. (p.159).