< ἑβδομεύομαι
ἑβδομηκονθεβδόμαδος >
ἑβδομηκάζω
ser el septuagésimo
εὑρήσεις εἰς τὸν ἑβδομηκάζοντα κατακειμένην τόπον ... τοῦ Κάτωνος ... ἱστορίαν
Tz.
H
.10.668.