< ἑβδομηκοστόδυος
ἑβδομηκοστόπεμπτος >
ἑβδομηκοστόμονος
,
-ον
neutr. subst. τὸ ἑ.
la setentayunava parte
τῆς διαμέτρου
Archim.
Circ
.3.