ἐάρτερος, -ον


1 primaveral πρόσθε βοῆς κόκκυγος ἐαρτέρου antes del canto primaveral del cuco Nic.Th.380
fig. dulce, suave Hsch.ε 37.

2 ἐάρτερα· πυκνά. χρόνια Hsch.