ἐξᾰμαυρόω
I tr. debilitar, embotar, atenuar sent fís., ref. cualidades naturales
(ἡ τροφή) ... τὴν προτέρην (ἰδέην) ἐξημαύρωσενHp.Alim.6,
ταύτας (τὰς ἀπορροίας) ... ἐξαμαυροῦσι ... αἱ τῶν φυτῶν ὀσμαίPlu.2.917e, en v. pas.
τὸ σισύμβριον ... ἐξαμαυρούμενον διὰ τὴν ἀργίανThphr.CP 2.16.4,
ἐν τοῖς καρποῖς ὑπὸ θερμότητος ἐξαμαυροῦται τὸ ἁλμυρόνPlu.2.913c
•ref. abstr. oscurecer fig.
ὅσον ἐν τῷ γένει λαμπρόνPh.2.438,
τὰ τῆς ῥητορικῆς σοφίσματα ἐξαμαυροῖ ... τὸ μέγεθοςLongin.17.2,
ἐξαμαυροῦν τὰ χείρονα τοῖς βελτίοσιPlu.2.469a,
ἡ δὲ πλάνη τῆς ψήφου οὐ μόνον ἐξαμαυροῖ τὴν διάνοιανVett.Val.335.10,
τὰ ἐν τῇ ΤροίᾳPhilostr.Her.56.20.
II intr., en v. med.-pas.
1 desaparecer
ποῖ ... γᾶς ὑπὸ κεῦθος ἄφαντον ἐξαμαυρωθῶ;E.Fr.781.64
•debilitarse
τὰ πλεῖστα (φυτά) τῶν Ἀραβικῶν ... ἐξαμαυροῦται διαινόμεναla mayoría de las (plantas) arábigas cuando se humedecen se marchitan Plu.2.939e, fig.
ἡ μνήμη ... διὰ τὴν τῶν συνόντων ὀλιγωρίαν ἐξαμαυροῦταιPh.2.456,
τὴν αὑτοῦ τέχνην ... ἐξαμαυρωθεῖσανref. la adivinación, Ph.2.126.
2 astr. ref. un eclipse de sol oscurecerse, desaparecer
διεξῆλθε καὶ ὅτι (ὁ ἥλιος) τῆς σελήνης ὑποτρεχούσης αὐτὸν ἐξαμαυροῦταιPhilostr.Her.41.20.