ἐξᾰλᾰπάζω
1 devastar, saquear, destruir
πόλινIl.1.129, 4.40, Hes.Op.189, X.An.7.1.29,
νῆαςIl.13.813,
τεῖχοςIl.20.30,
νειὸν ΔημήτεροςMarc.Sid. en IUrb.Rom.1155.96,
Ἑλλήνων τεμένηIG 92.1191.2 (Corcira V d.C.), en v. pas.
ὅταν πόλις ἐξαλαπαχθῇOrac.Sib.14.306
•fig.
ἀλλά μέ τις ... νόσος ἐξαλάπαξενun mal me dejó destrozada Theoc.2.85 (cód.).
2 despoblar, vaciar de personas
μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας αἳ περιναιετάουσινpara ocuparla con nuevos colonos Od.4.176.