ἐξᾰλείφω
• Morfología: [perf. med. inf. ἐξαληλίφθαι Plu.2.728b, part. ἐξαληλιμμένος Hsch.]


I 1en Atenas borrar, eliminar de listas o registros, borrar el nombre de op. ἐγγράφω ‘inscribir’ τὸν Γρύττον ἐξαλείψας Ar.Eq.877, ἀργύριον λαμβάνων τοὺς μὲν ἐνέγραφε τοὺς δὲ ἐξήλειφεν Lys.30.2, τοὺς δ' ... ἐξαλείφοντες δὶς ἢ τρίς Ar.Pax 1181, τὸν Ἡρακλέα ἐξαλεῖψαι Diog.Ep.36.6, cf. D.39.39, ἐγὼ Θηραμένην τουτονὶ ἐξαλείφω ἐκ τοῦ καταλόγου X.HG 2.3.51, ὑμᾶς ... ἐκ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Th.3.57, cf. Arist.Ath.36.2, en v. pas. ἐὰν δὲ ἐξαλειφθῇ (λόγος) Pl.Phdr.258b
gener. borrar, limpiar un texto, figura u otras marcas inscritos, grabados o pintados ἐὰν δ[έ τις τούτων ... τὰ ἐπιγεγραμμένα ἐξαλείψῃ TAM 3(1).1.9 (II a.C.), τὸ Λακεδαιμονίων μόνον ἐξαληλιφέναι μέρος Aristid.Or.11.66, cf. Gal.1.43, ἐξαλείψεις τὸ ὄνομα Αμαληκ LXX De.25.19, ταῦτα τὰ γράμματα IPh.190.5 (V d.C.), ἐξαλείψεις δὲ τὰ στίγματα καὶ τὰς οὐλάς Orib.Syn.3.36.2, ἐξαλείψας ... ὕδατι τὰ ἐπὶ τῶν πτερύγων καταγραφέντα borrando con agua los dibujos de las alas, PMag.12.382, εἰ μὴ ἐξαλείψῃς τὴν χε[ῖρ]άν (sic) σου νάρδῳ ἢ ῥοδίνῳ PMag.7.229, en v. pas. ἐξαλειφέσθω δὲ τὸ ἐναντίον Pl.Lg.850a
en v. med. mismo sent. ὁ ἐξαλειψάμενος ... τὰς ἀπογραφάς Pl.Lg.850c
fig. borrar de la mente, suprimir, olvidar πάντα τὰ πρόσθεν ἐξαλείψας Pl.Tht.187b, οὐ γὰρ τὸ γιγνώσκειν ... ἐξαλεῖψαι δυνήσεται D.37.34, cf. Eup.192.18, καὶ νῦν τὸ μὲν σὸν ... πάθος οὐκ ἂν δυναίμην ἐξαλείψασθαι φρενός y ahora yo no podría borrar de mi mente tu sufrimiento E.Hec.590, ὑπόνοιαν καταλιπεῖν ... ἣν ἐξαλείψετ' οὐκέτ'; Men.Pc.717, οὐ δεῖ ... τοὺς φαύλους ἐξαλεῖψαι τῆς ψυχῆς τύπους μόνον Gr.Naz.M.35.424A, ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου LXX Ps.50.3, cf. IGChEg.663.11 (Nubia V d.C.), τι τῆς συμβάσης ... αἰσχύνης Lib.Ep.1467.4, en v. pas. εἴθ' ἐξαλειφθεῖσ' ὡς ἄγαλμα habla Helena, E.Hel.262, τὰ βιβλία ἐξαλήλιπται Luc.Pisc.36, δεῖ ... πᾶσαν ἐξαληλίφθαι μνησικακίαν Plu.l.c.

2 cont. legal anular, ref. deudas cancelar o condonar πάντα τὰ ψηφίσματα And.Myst.76, τοὺς κειμένους νόμους Lys.1.48, τὰς αἰτίας Arist.Ath.40.3, (τὰ ὀφλόμενα) IG 13.52A.10 (V a.C.), en v. pas. εἰ ... ἐξαλήλιπται τὸ ὄφλημα D.25.70.

3 hacer desaparecer, destruir c. ac. μὴ 'ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν τόδε A.Ch.503, στῆτ', ὦ φάτναισι ταῖς ἐμαῖς τεθραμμέναι, μή μ' ἐξαλείψητ' ¡deteneos, yeguas criadas en mis cuadras, no me quitéis la vida! E.Hipp.1241, καὶ ἐξήλειψεν πᾶν τὸ ἀνάστημα ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς con el diluvio, LXX Ge.7.23, ὁ ... τὴν θάλασσαν ἐπαγγελλόμενος ἐξαλείφειν Ath.Al.V.Anton.24.6, τὸν λαὸν τοῦτον Gr.Nyss.M.46.225C, cf. Hierocl.Facet.223, τὸ γένος αὐτοῦ IPh.190.6 (V d.C.), en v. pas. οὐδ' ἄπαις δόμος ... ἐξαλειφθείη ποτ' ἄν E.IT 698, μὴ περιιδεῖν τὰμ ... πόλιν ... ἐξαλειφθεῖσαν SEG 38.1476D.102 (Janto III a.C.), fig., c. suj. abstr. τιμὰς μὴ 'ξαλειφθῆναι que no sean destruidos sus honores A.Th.15, ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο y la prosperidad de Esparta no era aniquilada Hdt.7.220.

II 1enlucir, encalar τοὺς βωμούς IG 11(2).161A.103, cf. 199A.104 (ambas Delos III a.C.), τὴν οἰκίαν LXX Le.14.42, en v. pas. ᾗ ἔτυχε ... οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος Th.3.20, cf. LXX 1Pa.29.4, Le.14.44, Chrysipp.Log.14.15, Hsch.l.c.

2 en v. med. untarse, embadurnarse c. dat. instrum. τοῦ δὲ σώματος τὸ μὲν ἥμισυ ἐξηλείφοντο γύψῳ se embadurnaban la mitad del cuerpo con yeso para la lucha, Hdt.7.69
abs. ungirse, untarse el cuerpo μύρῳ βρενθείῳ ... ἐξαλ<ε>ίψαο Sapph.94.20.