< ἐξαρθρόω
ἐξάρθρωσις >
ἐξάρθρωμα
,
-ματος, τό
medic.
dislocación
,
luxación
Gal.18(2).323,
ἐπὶ ποδῶν
Steph.
in Hp.Fract
.53.25, cf. ἐξάρθρημα.