ἐξάνθημα, -ματος, τό


I 1medic. exantema, erupción cutánea, Hp.Prorrh.2.43, ἐν τῷ ἐξανθήματι ὃ καλεῖται λεύκη Arist.HA 518a12, ἐ. γενόμενον περὶ τὸ χεῖλος Phld.Stoic.Hist.26.3, cf. Aët.6.68
más frec. plu. τὰ πλατέα ἐξανθήματα, οὐ πάνυ τι κνησμώδεα los exantemas extendidos no causan demasiado picor Hp.Aph.6.9, ἐξανθήματα ... ἐρυθρά, στρογγύλα, σμικρά Hp.Epid.1.26.2, μέλανα Gal.10.367, ἑλκώδη Gal.11.845, cf. Plu.2.671a, Gal.7.285, λειχηνώδη Aët.2.3, cf. 8.12, σὺν ἐλαίῳ δὲ καὶ ἅλατι ἐξανθήματα θεραπεύει Gp.12.30.3.

2 fig. eflorescencia πάθη ... χρηστῆς δὲ φύσεως οἷον ἐξανθήματα Plu.2.528d, ἔλεγε ... τοὺς στεφάνους δόξης ἐξανθήματα llamaba a las coronas eflorescencias de la fama Diog.501.

II bot. ἀκάνθης ἐξανθήματα papo de cardo Hsch.s.u. γήρεια.