ἐξάνθημα, -ματος, τό
I
ἐν τῷ ἐξανθήματι ὃ καλεῖται λεύκηArist.HA 518a12,
ἐ. γενόμενον περὶ τὸ χεῖλοςPhld.Stoic.Hist.26.3, cf. Aët.6.68
•más frec. plu.
τὰ πλατέα ἐξανθήματα, οὐ πάνυ τι κνησμώδεαlos exantemas extendidos no causan demasiado picor Hp.Aph.6.9,
ἐξανθήματα ... ἐρυθρά, στρογγύλα, σμικράHp.Epid.1.26.2,
μέλαναGal.10.367,
ἑλκώδηGal.11.845, cf. Plu.2.671a, Gal.7.285,
λειχηνώδηAët.2.3, cf. 8.12,
σὺν ἐλαίῳ δὲ καὶ ἅλατι ἐξανθήματα θεραπεύειGp.12.30.3.
2 fig. eflorescencia
πάθη ... χρηστῆς δὲ φύσεως οἷον ἐξανθήματαPlu.2.528d,
ἔλεγε ... τοὺς στεφάνους δόξης ἐξανθήματαllamaba a las coronas eflorescencias de la fama Diog.501.
II bot. ἀκάνθης ἐξανθήματα papo de cardo Hsch.s.u. γήρεια.