< Ἐξαμπαῖος
ἐξαμπρεύω >
ἐξάμπελος
,
-ου, ἡ
cortado de la vid
,
podado
fig.
ὅτε λοιπὸν ἐκ τοῦ γήρους ἐξάμπελοι γεγόναμεν
fig. de Isaac
, Ephr.Syr.
Abr.et Is
.312.