< ἐξᾰμεινόω
ἐξᾰμέλγω >
ἐξάμειψις
,
-εως, ἡ
alternancia
de los cuerpos celestes
τῶν φαινομένων ... ταῖς κατ' οὐρανὸν ἐξαμείψεσι καὶ περιόδοις
Plu.2.426d.