< ἐξαλλαγή
ἐξαλλακτέον >
ἐξάλλαγμα
,
-ματος, τό
1
diversión
παρθένοι παίζουσι ... πρὸς ἐλάφρ' ἐξαλλάγματα
Anaxandr.21, cf. Parth.24.
2
embaucamiento
Phot.
ε
1088.