ἐξατμίζω


I tr.

1 hacer evaporar, volatilizar en teorías fisiol. τὸ σῶμα ... ἐξατμίζει ἔξω τοῦ ὑγροῦ πᾶν τὸ ζωτικὸν Hp.Morb.4.47, cf. Aret.SD 1.16.4
fís. τοῦ ἐξατμίσαντος ... τὸ ὑγρὸν πυρός Arist.Mete.347b27, cf. 355a18, τὸν ἥλιον ἐξατμίζοντα τὰ νέφη Chrysipp.Stoic.2.202, πολύ θεῖον ἐξατμίσαι Zos.Alch.Comm.Gen.8.34, en v. pas. λέγει ... τι τῆς ὑγρότητος ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἐξατμίζεσθαι καὶ γίνεσθαι πνεύματα Alex.Aphr.in Mete.67.5, τοῦ λιπαροῦ ἐξατμισθέντος ref. al agua de mar Placit.3.16.2 (= Anaxag.A 90), cf. Ps.Caes.70.15.

2 fig. insuflar el aliento vital τὴν ψυχὴν ... ἐξατμίζουσαν αὐτό (τὸ σῶμα) τῇ ζωῇ Nemes.Nat.Hom.3.131.

II intr. evaporarse c. suj. de líquidos y asim. ἐξατμίζοντος γὰρ τοῦ ὑγροῦ Arist.Mete.383a16, cf. GA 782a29
en v. med.-pas. mismo sent. (ὕδωρ) ἐξατμισθήσεται γὰρ ἐκ τοῦ χαλκείου Hp.Morb.4.49, cf. Gal.6.536, τῶν μὲν οὖν ὑγρῶν ὅσα μὲν ἐξατμίζεται Arist.Mete.388a29, νοτίς ἐξατμιζομένη Hld.2.28.4, τὸ δ' ὕδωρ ἐξατμιζόμενον εἰς ἀέρα Ph.2.508, cf. Placit.5.11.1 (= Emp.A 81)
fig., en v. pas. τὸ ἐκ τῆς κινήσεως τοῦ θεοῦ ἐξατμιζόμενον ἄνθος Corp.Herm.Fr.23.16.