< ἐξατιμόω
ἐξατμιδόω >
ἐξατμιάω
evaporarse
,
vaporizarse
θερμαινομένου τοῦ σώματος ἐξατμιᾷ μάλιστα διὰ τούτου τὸ ὑδρωποειδές
Hp.
Morb
.4.49.