ἐξασθενέω
I intr.
1 debilitarse, perder vigor de pers.
οὐκ ἐξασθενέομεν τελείως ὑπὸ κενώματοςno nos debilitamos completamente por la evacuación Hp.Morb.4.43, cf. Sor.2.8.28, Aët.16.10, Ath.Al.Inc.21,
τὰ ἐξησθενηκότα (δένδρα) διὰ τὴν ἔνδειανThphr.CP 5.9.11, de un río
τὸ δὲ ὕδωρ πανταχοῦ μεμερισμένον οὐκ ἐξασθενεῖ ἀλλὰ καὶ πλεῖται καὶ πίνεται καὶ γεωργεῖταιAch.Tat.4.11.5, del fuego
τὸ πῦρ ... ἐν τοῖς αὐχμοῖς ἐξασθενεῖPlu.2.411c
•fig. debilitarse, flaquear
δία τῆς ἁμαρτίαςGr.Nyss.Hom.in Eccl.384.3.
2 c. inf. ser incapaz de
ἐξασθενεῖ δὲ ἡ ἐπὶ μέρους (φύσις) ἀναγκαίως ἄγειν πρὸς ἀιδιότηταPh.2.499, cf. Ael.Tact.1.5, Anon.Hier.Luc.8.12,
ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ... ἐξασθενεῖ πράττειν τὰς κυριακὰς ἐντολάςClem.Al.Strom.1.16.80.
3 fig. debilitarse, flaquear
καταμαλακίζεται καὶ ἐξασθενεῖdel hombre entregado al placer, Arist.MM 1203b11, cf. Str.8.4.1,
ἐξησθένησαν ἐπ' αὐτοὺς αἱ γλῶσσαι αὐτῶνLXX Ps.63.9, cf. Agatharch.Fr.Hist.20a, D.S.20.78,
τὰ τῆς πατρίδος οὕτως ἐξησθένηκενPlu.Cor.33,
εἰ δὲ ἐξασθενεῖς πρὸς τὴν τοῦ πατρὸς καὶ δημιουργοῦ θέανMax.Tyr.11.12
•ret., ref. a la fuerza expresiva
Θουκυδίδην ... κατὰ τὴν δύναμιν ἐξασθενοῦνταD.H.Th.2.2, cf. Demetr.Eloc.50, Aristid.Quint.34.6
•astrol.
ἐὰν δὲ καὶ ἐπίκεντροι τύχωσιν ... ἐξασθενήσουσιν ἐν τῷ ἀγαθόν τι παρασχεῖνde los astros, Vett.Val.58.7.
4 depauperarse, empobrecerse, entrar en decadencia o situación de agotamiento por la pérdida de recursos humanos y materiales
ἐξησθενηκότας ἡμᾶς καὶ ἐν κοινοῖς καὶ ἐν τοῖς ἰδίοις διά τε τοὺς συνεχεῖς πολέμουςSEG 41.1003.1.12 (Teos III/II a.C.),
κῶμαι ... σφόδρα ἐξησθένησαν ἐνοχλούμεναι ὑπὸ τῶν κατ' ἔτος λειτουργιῶνPOxy.705.71 (III d.C.), cf. PTeb.50.33 (II a.C.), PThmouis 1.76.20 (II d.C.), Plu.2.822d.
II tr. debilitar
τοῦ γήρως ἐξασθενοῦντος αὐτόνChrys.M.63.66, en v. pas., fig.
ἐξησθενημέναι ψυχαὶ ... ὑπὸ τῶν πραγμάτωνChrys.M.63.153.