< ἐξαριθμητής
ἐξαριθμοζυγοκαμπανοτρυτανίζω >
ἐξαρίθμητος
,
-ον
calculado
,
computado
πρὸ ἐξα[ριθμ]ήτων ἐτῶν
Didym.
in Eccl
.19.24 (p.86).