ἐξαρνέομαι
• Alolema(s): cret. ἐκσαννέομαι ICr.4.72.3.6 (Gortina V a.C.)
I
τὸν φόνονHdt.3.74,
(τὴν κακίαν)D.S.14.1,
τὴν εὐσέβειανConst.App.5.6.5,
ἅπαντα τὰ νόμιμαD.H.10.4,
τοῦτοE.Hel.579, cf. Pl.Lg.949a,
τὸ πρᾶγμαAnaximen.Rh.1443a8,
τὰ ὄνταAristid.Or.28.12,
τὴν ὁμολογίανPlb.28.20.9,
τὴν συγγραφήνIust.Nou.18.8,
τὰς ἀριθμήσειςIust.Nou.18.10, c. atracción del relat.
ν δέ κ' ἐκσαννσεταιde lo que ella niegue (haberse llevado) ICr.l.c.
•c. otras constr.: c. part. pred. del suj.
ἤν τις ὀφείλων ἐξαρνῆταιsi alguno niega su deuda Ar.Ec.660, cf. Isoc.21.6, c. inf.
ἀναιδῶς μὴ λαβεῖν ἐξαρνούμενοςD.27.16,
οὐκ ἐξαρνοῦνται πράττεινAeschin.3.250,
οὔτ' ἐξαρνοῦμαι μὴ οὐc. inf. no niego que Aeschin.1.136,
οὐκ ἂν ἐξηρνεῖσθε αὐτὸν εἶναι θεόνIust.Phil.Dial.126.2.
2 renegar de
οὐδὲ ἐξαρνήσομαί σεLXX 4Ma.5.35,
ἐξηρνήσατο αὐτόνHsch.H.Hom.19.2.1,
τοὔνομα ἐξηρνούμεθαThem.Or.10.135b.
II negar(se), decir que no, rechazar una propuesta, acusación o mandato, abs.
κήρυσσ' ἅπασιν· οὐ γὰρ ἐξαρνούμεθαE.Andr.436,
οὐδ' ἂν εἷς ἐξαρνηθείηPl.Smp.192e, cf. Prt.342b, D.C.53.24.3,
ὅτε καὶ οἱ μετὰ μαρτύρων δανεισάμενοι ἐξηρνοῦντοIsoc.21.7,
εἰ δέ τινες ἐξαρνούμενοι διωθοῖντο τὴν ἐπιταγήνPlb.13.7.6,
ὡς μήτε ἐξαρνεῖσθαι μήτε ἀντιλέγεινApp.Pun.53.